- ολοδρομία
- ὁλοδρομία, ἡ (Α)γοργό τρέξιμο προς μία κατεύθυνση («τὴν πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ὁλοδρομίαν», Κλήμ. Αλεξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -δρομία (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. ταχυ-δρομία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek